Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Έγινε δύσκολο το αυτονόητο

 Το 2015. Ναι μάλιστα το 2015. Απαξιώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Απαξιώνεται η ζωή. Και κάποιες φορές μπαίνει στο περιθώριο, στοχοποιείται, εξευτελίζεται μέχρι και αφαιρείται. Μάλιστα αφαιρείται. Ό,τι εξέχει, ό,τι διαφέρει, ό,τι χαλάει την ομοιομορφία της κοινωνίας, εύκολα κόβεται, ρεζιλεύεται, χλευάζεται, μπαίνει στο στόχαστρο.
 Και εσύ παίρνεις μέρος-θέση σ'αυτόν τον πόλεμο. Του θύτη. Και επιτίθεσαι. Είτε αδιαφορώντας είτε λεκτικά, φραστικά είτε και σωματικά. Σκοτώνοντας το θύμα αργά και βασανιστικά. Μέρα με τη μέρα. Και όλα αυτά γιατί έτυχε να είναι κάτι που τυχαία δεν είσαι εσύ. Πώς τον λες; Σπασίκλα, γυαλάκια, χοντρό, αδερφή, πούστρα, Αλβανό, Ρουμάνο, μαύρο, Κινέζο, ξένο, κουτσό, ανάπηρο, κλαψιάρη;Και εσύ ο "ανώτερος", ο "καλύτερος" κάνεις τα πάντα για να τον διαλύσεις, να τον συντρίψεις, να τον αφανίσεις. Γιατί η "υψηλή" σου αισθητική και η "κλάση" σου  δεν σου επιτρέπουν να δεις τον άνθρωπο. Για σένα είναι ένα τέρας. Κοιτάξου στον καθρέφτη. Ποίος είναι το τέρας; Αυτός ή εσύ; Αυτός δεν σε ενόχλησε ποτέ. Ούτε εσένα ούτε κάποιον άλλον. Δεν έβλαψε κανέναν. Ακόμη και όταν του επιτέθηκες δεν έβγαλε μιλιά. Και αν έβγαλε το έκανε για να αμυνθεί, για να προστατέψει τον εαυτό του. Έναν εαυτό που εσύ και το γαμημένο μυαλό σου θεώρησες λίγο, φθηνό, ανάξιο. 
 Έμαθες να φθονείς και να μισείς. Είναι ο εύκολος δρόμος λένε, να ΄σαι το θηρίο. Είναι εύκολο να το βουλώνεις, να κάνεις τα στραβά μάτια ή να πιάνεις και εσύ την πέτρα και να ρίχνεις.
 Ναι κύριοι εν έτη 2015, σε μια "πολιτισμένη" χώρα, στη χώρα μου, χάνονται ζωές παιδιών και το τέλος το γράφουν άλλα παιδιά. Είναι δύσκολο να αγαπάς, να αγκαλιάζεις, να δέχεσαι. Να στέκεσαι πλάι στον συνάνθρωπο που τον ρίχνουν και να τον βοηθάς να σηκωθεί. Να υψώνεις ανάστημα και να δίνεις βοήθεια σε αυτόν που την έχει ανάγκη. Να είσαι άνθρωπος και όχι υπάνθρωπος.
 Ναι κύριοι εν έτη 2015 έγινε δύσκολο το αυτονόητο, Ντροπή μας.


Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Κούτες γέματες αναμνήσεις!

Αλλαγές. Τις περίμενες. Ήξερες πως θα συμβούν. Δεν ήθελες για καιρό να τις αντιμετωπίσεις. Τις άφηνες για αργότερα. Τις έθαβες στο υποσυνείδητο σου και τις ξέχναγες εκεί. Δεν μιλούσες καν για αυτές. Κάθε φορά που οι φίλοι σου μπορεί να πήγαιναν την κουβέντα εκεί, εσύ άλλαζες θέμα. Και ο χρόνος περνούσε και περνούσε. Ώσπου σου χτύπησαν την πόρτα και έπρεπε τώρα να τους ανοίξεις και να αδειάσεις το σπίτι. Να βάλεις σε κούτες πράγματα μαζί με αναμνήσεις. Τα πέντε προηγούμενα χρόνια της ζωής σου. Τα καλύτερα σου χρόνια.
 Τώρα δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς. Πρέπει να μαζέψεις, να καθαρίσεις, να τακτοποιήσεις, να βάλεις μια σειρά. Κούτες από εδώ, κούτες από εκεί, κούτες μες τη μέση. Ένα σπίτι που ήταν γεμάτο, αδειάζει. Σβήνουν από μέσα τα γέλια, τα δάκρυα, τα μεθύσια, οι συζητήσεις, τα καλά και τα κακά, τα μικρά και τα μεγάλα, τα κομμάτια σου.
 Τα πράγματα μαζεύτηκαν, οι κούτες στοιβάχτηκαν και σχεδόν όλα τα έπιπλα φορτώθηκαν. Μια αναμνηστική φωτογραφία πάνω στον καναπέ στο άδειο σαλόνι λίγο πριν το φορτώσουν και αυτό οι εργάτες. Σ αυτόν τον καναπέ που έχει καεί σε ένα σημείο από τσιγάρο. Βάζεις το χέρι σου εκεί και σου έρχονται στο νου στιγμές. Και χάνεσαι μέσα σ αυτές. Αφαιρείσαι και για λίγο ταξιδεύεις στο παρελθόν. Μέχρι που μια φωνή σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. "Αυτό και τελειώσαμε" λέει.
 Ήρθε η ώρα  να παραδώσεις τα κλειδιά. Δεν θες. Ένας κόμπος στο λαιμό σου και το χέρι σου που τρέμει. Ακούς την σπιτονοικοκυρά σου να σου εύχεται καλή σταδιοδρομία και θες να βάλεις τα κλάματα. Συγκρατείσαι, παίρνεις βαθιά ανάσα και λες ευχαριστώ. Κατεβαίνεις τις σκάλες και δακρύζεις. Δεν το ελέγχεις πια. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο για να γυρίσεις στον τόπο σου, στο σπίτι σου. 
 Και όμως τον είχες βρεις τον τόπος σου και έφευγες μακριά του.